- επινεφρίδιο
- böbrek üstü bezi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ … Dictionary of Greek
αλδοστερόνη — Ορμόνη που αποτελεί τον ισχυρότερο ρυθμιστή της απορρόφησης του νατρίου και της απέκκρισης του καλίου στο επίπεδο των νεφρών· επιπλέον διευκολύνει τη σύσταση ορισμένων κυττάρων, έπειτα από επίδραση αγγειοσυσταλτικών ουσιών και έτσι αυξάνει τον… … Dictionary of Greek
υπερεπινεφριδισμός — ο, Ν (παλ. όρος) ιατρ. υπερλειτουργία τών επινεφριδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + επινεφρίδιο + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
υποεπινεφριδισμός — ο, Ν ιατρ. λειτουργική ανεπάρκεια τού φλοιού τών επινεφριδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypoepinephrie < ὑπ(ο) * + επινεφρίδιο + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
φλοιοεπινεφριδικός — ή, ό, Ν 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φλοιώδη ουσία τών επινεφριδίων 2. φρ. α) «φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια παραγωγής ορμονών τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων, πρωτογενής ή δευτερογενής β)… … Dictionary of Greek